πρωτοπραξία

πρωτοπραξία
πρωτοπραξίᾱ , πρωτοπραξία
right of first payment
fem nom/voc/acc dual
πρωτοπραξίᾱ , πρωτοπραξία
right of first payment
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτοπραξία — η, ΝΑ το προνόμιο ενός ατόμου να ικανοποιηθεί πρώτο από τους άλλους δικαιούχους από την περιουσία τού οφειλέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πραξία (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. δικαιο πραξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”